- πουλερικό
- oiseau
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
πουλερικό — και παλ. τ. πουλλερικό, το, Ν συν. στον πληθ. τα πουλερικά συνοπτική ονομασία τών κατοικίδιων πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουλί / πουλλί + κατάλ. ερικά κατά τα πεθερικά, σιδερικά] … Dictionary of Greek
πουλλερικό — το, Ν βλ. πουλερικό … Dictionary of Greek
σιτεύσιμος — η, ον, Α [σίτευσις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σίτευση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σιτεύσιμον πουλερικό παραγεμιστό … Dictionary of Greek
γομώνω — γόμωσα 1. παραγεμίζω πουλερικό ή φαγητό με γέμισμα. 2. γεμίζω όπλο με εκρηκτική ύλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)